- τράγαινα
- ἡ, Αερμαφρόδιτη κατσίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -αινα (πρβλ. λέ-αινα, ύ-αινα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγαίνας — τραγαίνᾱς , τράγαινα hermaphrodite fem acc pl τραγαίνᾱς , τράγαινα hermaphrodite fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)